- αποκαπνίζω
- (Α ἀποκαπνίζω)καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψωνεοελλ.1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους2. καπνίζω με την ησυχία μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.